- ἄκοιτις
- ᾰκοιτις1 wife
Διὸς ἄκοιτιν ἐπειρᾶτο P. 2.34
(Ἡρακλέα)δεξάμενον θαλερὰν Ἥβαν ἄκοιτιν N. 1.71
ποντίαν χρυσαλακάτων τινὰ Νηρείδων πράξειν ἄκοιτιν (i. e. Θέτιν.) N. 5.36
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Διὸς ἄκοιτιν ἐπειρᾶτο P. 2.34
(Ἡρακλέα)δεξάμενον θαλερὰν Ἥβαν ἄκοιτιν N. 1.71
ποντίαν χρυσαλακάτων τινὰ Νηρείδων πράξειν ἄκοιτιν (i. e. Θέτιν.) N. 5.36Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἄκοιτις — bedfellow fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοίτις — ἀκοίτῑς , ἄκοιτις bedfellow fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκοίτης — ἄκοιτις bedfellow fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀκοίτης bedfellow masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκοιτι — ἄκοιτις bedfellow fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκοιτιν — ἄκοιτις bedfellow fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Aspasie de Milet — Aspasie Pour les articles homonymes, voir Aspasie (homonymie). Aspasie, copie d un original hellénistique, musée Pio Clementino … Wikipédia en Français
APATURIA — I. APATURIA Minerva ab Aethra sic dicta, quae per quietem ab ea monita, ut Sphaero sacrificaret, cum in insulam traiecisser, a Neptuno compressa, Palladis templum ibi erexit. Praetereaque constiturit, ut Troezemorum virgines zonas ante nuptias… … Hofmann J. Lexicon universale
ακοίτης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ναύκληρος του τυρρηνικού πλοίου, που οι ναύτες του επιχείρησαν να απαγάγουν τον Διόνυσο, ενώ ταξίδευε προς τη Νάξο. Ο Α. αντιτάχθηκε στην πράξη αυτή και ο Διόνυσος τον πήρε κατόπιν στην ακολουθία του. Ο Πενθέας,… … Dictionary of Greek
μάτην — (ΑM μάτην, Α δωρ. τ. μάταν) επίρρ. 1. μάταια, άσκοπα, ανώφελα, χωρίς αποτέλεσμα (α. «ἐν σκότῳ καθήμενος ἕψοι μάταν», Πίνδ. β. «τὰ μηδὲν ὠφελοῡντα μὴ πόνει μάτην», Αισχύλ.) 2. φρ. «εις μάτην» ή «επί μάτην» μάταια, άδικα, ανώφελα, τού κάκου αρχ. 1 … Dictionary of Greek
παμβασίλεια — παμβασίλεια, ἡ (Α) [παμβασιλεύς] η βασίλισσα τών πάντων, πανίσχυρη βασίλισσα («παμβασίλεια Διὸς ἄκοιτις», Απολλ. Ρόδ.) … Dictionary of Greek
προτίθεμαι — ΝΜΑ, και ο ενεργ. τ. προτίθημι Α έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, σκοπεύω, σχεδιάζω (α. «προτίθεμαι να ταξιδεύσω» β. «πολλάκις προεθέμην ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) αρχ. ενεργ. προτίθημι 1. (για φαγητό ή γεύμα) τοποθετώ κάτι μπροστά από κάποιον, παραθέτω … Dictionary of Greek